- μυξοίδημα
- (Ιατρ.). Λέγεται και υποθυρεοειδισμός. Ασθένεια που οφείλεται σε ανεπάρκεια της ορμονικής έκκρισης του θυρεοειδούς. Είναι γνωστό το μ. του ενήλικου, αν και υπάρχει και ένα μ. του παιδιού (κρετινισμός), που συχνά συνοδεύεται από διανοητική ανεπάρκεια και καθυστέρηση της σωματικής ανάπτυξης. Η όψη του άρρωστου είναι χαρακτηριστική: το δέρμα εμφανίζεται πρησμένο, ξηρό, τραχύ, ρυτιδωμένο, κρύο, ωχρό. Τα νύχια είναι θαμπά και εύθραυστα, τα μαλλιά ξηρά και αραιά, τα φρύδια φτωχά σε τρίχες και η γλώσσα διογκωμένη και η φωνή βραχνή, με χαμηλό τόνο. Οι άρρωστοι παραπονούνται για μια ακατανίκητη κούραση, παρόλο που η σωματική τους δραστηριότητα είναι πολύ περιορισμένη. Το μ. συνδυάζεται πολλές φορές με τη βρογχοκήλη.
* * *τοιατρ. πάθηση που οφείλεται σε υπολειτουργία τού θυρεοειδούς αδένα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myxoedeme (< μύξα + οίδημα). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα].
Dictionary of Greek. 2013.